lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τολμηρός στα λευκορωσίας

Λέξη:
τολμηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (4):
адважны, мужны, смелы, храбры
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας τολμηρός, τολμηρός χειροπρακτικός έγινε σταρ στο youtube χάρη στη διαφήμισή του, τολμηρός συνώνυμα, τολμηρός συνωνυμα, τολμηρός στα αγγλικά, τολμηρός αγγλικά, τολμηρός στα λευκορωσίας, адважны στα ελληνικά
τολμηρός στα λευκορωσίας