lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τολμηρός στα ρωσικά

Λέξη:
τολμηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (8):
бесстрашный, доблестный, мужественный, отважен, отважный, смелый, храбр, храбрый
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά τολμηρός, τολμηρός χειροπρακτικός έγινε σταρ στο youtube χάρη στη διαφήμισή του, τολμηρός συνώνυμα, τολμηρός συνωνυμα, τολμηρός στα αγγλικά, τολμηρός αγγλικά, τολμηρός στα ρωσικά, бесстрашный στα ελληνικά
τολμηρός στα ρωσικά