lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τολμηρός στα σουηδικά

Λέξη:
τολμηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (5):
behjärtad, dristig, modig, tapper, vågsam
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά τολμηρός, τολμηρός χειροπρακτικός έγινε σταρ στο youtube χάρη στη διαφήμισή του, τολμηρός συνώνυμα, τολμηρός συνωνυμα, τολμηρός στα αγγλικά, τολμηρός αγγλικά, τολμηρός στα σουηδικά, behjärtad στα ελληνικά
τολμηρός στα σουηδικά