lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τολμηρός στα ουκρανικά

Λέξη:
τολμηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
енергійний, здоровий, змужнілий, мужній, сміливий, спортсменський, стійкий, твердий, хоробрий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τολμηρός, τολμηρός χειροπρακτικός έγινε σταρ στο youtube χάρη στη διαφήμισή του, τολμηρός συνώνυμα, τολμηρός συνωνυμα, τολμηρός στα αγγλικά, τολμηρός αγγλικά, τολμηρός στα ουκρανικά, енергійний στα ελληνικά
τολμηρός στα ουκρανικά