lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τολμηρός στα ουγγρική

Λέξη:
τολμηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (3):
bátor, merész, vitéz
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική τολμηρός, τολμηρός χειροπρακτικός έγινε σταρ στο youtube χάρη στη διαφήμισή του, τολμηρός συνώνυμα, τολμηρός συνωνυμα, τολμηρός στα αγγλικά, τολμηρός αγγλικά, τολμηρός στα ουγγρική, bátor στα ελληνικά
τολμηρός στα ουγγρική