lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τολμηρός στα πορτογαλικά

Λέξη:
τολμηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
afoito, animoso, arrojado, atrevido, audaz, bravo, corajoso, honesto, intrépido, valente, valoroso
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά τολμηρός, τολμηρός χειροπρακτικός έγινε σταρ στο youtube χάρη στη διαφήμισή του, τολμηρός συνώνυμα, τολμηρός συνωνυμα, τολμηρός στα αγγλικά, τολμηρός αγγλικά, τολμηρός στα πορτογαλικά, afoito στα ελληνικά
τολμηρός στα πορτογαλικά