lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μένω στα ουγγρική

Λέξη:
μένω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (7):
lakni, időzni, tartózkodni, megmarad, elmarad, hátramarad, megmaradni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική μένω, μένω σε κάποια γειτονιά στίχοι, μένω σε κάποια γειτονιά, μένω κι επιμένω - γιάννης πλούταρχος, μένω ενεός, μένω εκτός στίχοι, μένω στα ουγγρική, lakni στα ελληνικά
μένω στα ουγγρική