lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σύντομος στα νορβηγικά

Λέξη:
σύντομος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (8):
kort, kortfattet, liten, fyndig, konsis, lakonisk, pregnant, sammentrengt
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά σύντομος, σύντομοσ οδηγόσ για έναν ευτυχισμένο γάμο, σύντομος συνώνυμο, σύντομος στα αγγλικα, σύντομος μετάφραση, σύντομος κύκλος περιόδου, σύντομος στα νορβηγικά, kort στα ελληνικά
σύντομος στα νορβηγικά