lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σύντομος στα ουκρανικά

Λέξη:
σύντομος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (17):
близький, близько, завершення, закривати, закрити, закриття, зачинити, зачиняти, компактний, короткий, скудний, стислий, стиснений, стиснутий, суворий, телеграфний, уривчастий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σύντομος, σύντομοσ οδηγόσ για έναν ευτυχισμένο γάμο, σύντομος συνώνυμο, σύντομος στα αγγλικα, σύντομος μετάφραση, σύντομος κύκλος περιόδου, σύντομος στα ουκρανικά, близький στα ελληνικά
σύντομος στα ουκρανικά