lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σύντομος στα σουηδικά

Λέξη:
σύντομος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (7):
kort, kortfattad, liten, fyndig, koncis, lakonisk, pregnant
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά σύντομος, σύντομοσ οδηγόσ για έναν ευτυχισμένο γάμο, σύντομος συνώνυμο, σύντομος στα αγγλικα, σύντομος μετάφραση, σύντομος κύκλος περιόδου, σύντομος στα σουηδικά, kort στα ελληνικά
σύντομος στα σουηδικά