lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σύντομος στα πορτογαλικά

Λέξη:
σύντομος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
abreviado, breve, conciso, corto, curto, fugaz, lacónico, preciso, resumido, sucinto, sumário
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά σύντομος, σύντομοσ οδηγόσ για έναν ευτυχισμένο γάμο, σύντομος συνώνυμο, σύντομος στα αγγλικα, σύντομος μετάφραση, σύντομος κύκλος περιόδου, σύντομος στα πορτογαλικά, abreviado στα ελληνικά
σύντομος στα πορτογαλικά