lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σύντομος στα λευκορωσίας

Λέξη:
σύντομος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (5):
кароткi, кароткі, сціслы, в, сціснуты
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας σύντομος, σύντομοσ οδηγόσ για έναν ευτυχισμένο γάμο, σύντομος συνώνυμο, σύντομος στα αγγλικα, σύντομος μετάφραση, σύντομος κύκλος περιόδου, σύντομος στα λευκορωσίας, кароткi στα ελληνικά
σύντομος στα λευκορωσίας