lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: σπέρμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
seed, semen, sperm, spermatozoon
σπέρμα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
semeno, semínko, sperma, zrno
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
saat, same, samen, samenflüssigkeit, sperma
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
frø, køjerne, sperma, sæd, sædcelle
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
esperma, grana, grano, semen, semilla, simiente
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
asperme, fruit, grain, graine, semence, sperme
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
seme, semente, sperma
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
frø, kjerne, sperma, sæd
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отродье, семя, сперма
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
frö, sperma, säd
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
farë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
семе
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
зерне, зярно, насенне, семя, сперма
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
seeme, sperma
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kylvösiemen, siemen, siemenneste
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
spermij, zrno
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
mag, ondó, sperma, vetőmag
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
sperma, sėkla
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esperma, semente, semita
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
seme
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
насіння, сперма
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
nasienie, sperma