lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εργατικός στα λευκορωσίας

Λέξη:
εργατικός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (7):
дбайны, заўзяты, руплівы, старанны, шчыры, спешны, тэрміновы
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας εργατικός, εργατικόσ συνώνυμο, εργατικός τουρισμός, εργατικός οδηγός επιχείρησης 2013, εργατικός οδηγός επιχείρησης, εργατικός νόμος, εργατικός στα λευκορωσίας, дбайны στα ελληνικά
εργατικός στα λευκορωσίας