lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ναρκώνω στα ουκρανικά

Λέξη:
ναρκώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ναρκώνω, ναρκώνω συνώνυμο, ναρκώνω στα αγγλικά, ναρκώνω στα ουκρανικά, анестезувати στα ελληνικά
ναρκώνω στα ουκρανικά