lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ναρκώνω στα γαλλικά

Λέξη:
ναρκώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (6):
anesthésier, assoupir, endormir, cuirasser, dessécher, insensibiliser
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά ναρκώνω, ναρκώνω συνώνυμο, ναρκώνω στα αγγλικά, ναρκώνω στα γαλλικά, anesthésier στα ελληνικά
ναρκώνω στα γαλλικά