lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ναρκώνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
ναρκώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (2):
anestesiar, insensibilizar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ναρκώνω, ναρκώνω συνώνυμο, ναρκώνω στα αγγλικά, ναρκώνω στα πορτογαλικά, anestesiar στα ελληνικά
ναρκώνω στα πορτογαλικά