lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ναρκώνω στα ουγγρική

Λέξη:
ναρκώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (4):
elaltat, elaltatni, lefektet, érzéstelenít
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική ναρκώνω, ναρκώνω συνώνυμο, ναρκώνω στα αγγλικά, ναρκώνω στα ουγγρική, elaltat στα ελληνικά
ναρκώνω στα ουγγρική