lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυθεντία στα πορτογαλικά

Λέξη:
αυθεντία (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (13):
autoridade, competência, controle, demagogia, desprestigiar, império, mando, poder, potencia, potência, prestigio, reino, seroarão
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αυθεντία, αυθεντία ως τεκμήριο, αυθεντία του κράτουσ δικαίου, αυθεντία συνώνυμο, αυθεντία συνωνυμο, αυθεντία στα αγγλικα, αυθεντία στα πορτογαλικά, autoridade στα ελληνικά
αυθεντία στα πορτογαλικά