lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φαίνομαι στα πορτογαλικά

Λέξη:
φαίνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (29):
aguardar, aparecer, aparentar, aparência, ar, aspecto, assinalar, cara, esperar, estampa, exibir, exterioridade, forma, físico, gesto, indicar, manifestar, melodia, mirar, mostrar, olhadela, parecer, perspectiva, porte, provar, semblante, surgir, vento, vista
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά φαίνομαι, φαίνομαι συνώνυμο, φαίνομαι στα αγγλικά, φαίνομαι παράγωγα, φαίνομαι ομόρριζα, φαίνομαι μικρότερη, φαίνομαι στα πορτογαλικά, aguardar στα ελληνικά
φαίνομαι στα πορτογαλικά