lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φαίνομαι στα φινλανδικά

Λέξη:
φαίνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (15):
esiintyä, hahmo, ilma, ilme, ilmestyä, kuvio, löytyä, näkymä, näköala, näyttää, odottaa, osoittaa, todistaa, tuntua, ulkonäkö
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά φαίνομαι, φαίνομαι συνώνυμο, φαίνομαι στα αγγλικά, φαίνομαι παράγωγα, φαίνομαι ομόρριζα, φαίνομαι μικρότερη, φαίνομαι στα φινλανδικά, esiintyä στα ελληνικά
φαίνομαι στα φινλανδικά