lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φαίνομαι στα σουηδικά

Λέξη:
φαίνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (13):
anblick, anvisa, apparition, aspekt, se, sikte, skylta, utseende, utsikt, verka, visa, vise, vädra
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά φαίνομαι, φαίνομαι συνώνυμο, φαίνομαι στα αγγλικά, φαίνομαι παράγωγα, φαίνομαι ομόρριζα, φαίνομαι μικρότερη, φαίνομαι στα σουηδικά, anblick στα ελληνικά
φαίνομαι στα σουηδικά