lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φτωχός στα πορτογαλικά

Λέξη:
φτωχός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (27):
aguado, belo, bonito, coitado, delgado, delicado, desvalido, esquisito, fino, flanco, formoso, grácil, indigente, infeliz, infortunado, lastimável, leve, magro, mediano, miserações, miserável, parco, piloso, pobre, refinado, triste, vil
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά φτωχός, φτωχόσ μπαμπάσ πλούσιοσ μπαμπάσ, φτωχός συνώνυμο, φτωχός συνώνυμα, φτωχός πλην τίμιος, φτωχός και μόνος καουμπόι - κηλαηδόνης, φτωχός στα πορτογαλικά, aguado στα ελληνικά
φτωχός στα πορτογαλικά