lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φτωχός στα δανική

Λέξη:
φτωχός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (28):
arm, bedrøvet, dårlig, elendig, fattig, fin, kummerlig, lumpen, mager, nedrig, pen, ringe, skarve, skral, skøn, slank, slette, smal, smuk, sparsom, spinkel, spredt, tynd, ubemidlet, ulykkelig, ussel, vakker, ynkelig
Σχετικές λέξεις:
δανική φτωχός, φτωχόσ μπαμπάσ πλούσιοσ μπαμπάσ, φτωχός συνώνυμο, φτωχός συνώνυμα, φτωχός πλην τίμιος, φτωχός και μόνος καουμπόι - κηλαηδόνης, φτωχός στα δανική, arm στα ελληνικά
φτωχός στα δανική