lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φτωχός στα ουγγρική

Λέξη:
φτωχός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (11):
hitvány, könyörületes, nincstelen, nyomorúságos, silány, szegény, szegényes, szomorú, vacak, vékony, ágrólszakadt
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική φτωχός, φτωχόσ μπαμπάσ πλούσιοσ μπαμπάσ, φτωχός συνώνυμο, φτωχός συνώνυμα, φτωχός πλην τίμιος, φτωχός και μόνος καουμπόι - κηλαηδόνης, φτωχός στα ουγγρική, hitvány στα ελληνικά
φτωχός στα ουγγρική