lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φτωχός στα σουηδικά

Λέξη:
φτωχός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (21):
arm, behövande, eländig, erbarmlig, fattig, knapp, lumpen, nedrig, påver, rörande, skral, smal, smäcker, smärt, spenslig, stackars, torftig, tunn, undermålig, usel, ynklig
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά φτωχός, φτωχόσ μπαμπάσ πλούσιοσ μπαμπάσ, φτωχός συνώνυμο, φτωχός συνώνυμα, φτωχός πλην τίμιος, φτωχός και μόνος καουμπόι - κηλαηδόνης, φτωχός στα σουηδικά, arm στα ελληνικά
φτωχός στα σουηδικά