lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μοιράζω στα τσεχική

Λέξη:
μοιράζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (33):
distribuce, distribuovat, dělit, oddělit, oddělovat, odloučit, odlučovat, podat, poskytnout, rozdat, rozdvojit, rozdání, rozdávat, rozdílet, rozdělení, rozdělit, rozdělovat, rozebrat, rozlišovat, rozloučit, rozložit, rozmístit, roznést, rozpojit, rozpoltit, rozpůlit, rozvrhnout, rozčlenit, rozštěpit, sdílet, separovat, vyloučit, štěpit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική μοιράζω, συνώνυμο μοιράζω, μοιράζω φυλλάδια, μοιράζω φιλιά στίχοι, μοιράζω φιλιά download, μοιράζω φιλιά, μοιράζω στα τσεχική, distribuce στα ελληνικά
μοιράζω στα τσεχική