lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μασώ στα ρωσικά

Λέξη:
μασώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (7):
изжевать, прожевать, жевать, пережевывать, пережёвывать, разжевывать, разжёвывать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά μασώ, μασώ στα ρωσικά, изжевать στα ελληνικά
μασώ στα ρωσικά