lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μασώ στα πολωνική

Λέξη:
μασώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (3):
przeżuć, przeżuwać, żuć
Σχετικές λέξεις:
πολωνική μασώ, μασώ στα πολωνική, przeżuć στα ελληνικά
μασώ στα πολωνική