lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μασώ στα τσεχική

Λέξη:
μασώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (7):
přemýšlet, přežvykovat, uvažovat, žvýkat, kousat, žmoulat, rozkousat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική μασώ, μασώ στα τσεχική, přemýšlet στα ελληνικά
μασώ στα τσεχική