lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μασώ στα φινλανδικά

Λέξη:
μασώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (3):
märehtiä, pureskella, purra
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά μασώ, μασώ στα φινλανδικά, märehtiä στα ελληνικά
μασώ στα φινλανδικά