lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διάλειμμα στα γαλλικά

Λέξη:
διάλειμμα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (19):
arrêt, cesse, coupure, décesse, entracte, entre-temps, intermission, intermittence, interruption, intersession, intervalle, lactose, lacune, mi-temps, pause, relâche, repos, récréation, répit
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά διάλειμμα, διάλειμμα σχεσης, διάλειμμα συνώνυμα, διάλειμμα συλλαβισμός, διάλειμμα ροδος, διάλειμμα παιδικο, διάλειμμα στα γαλλικά, arrêt στα ελληνικά
διάλειμμα στα γαλλικά