lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μένω στα σουηδικά

Λέξη:
μένω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (15):
behållning, bli, bo, boning, bostad, förbli, hemvist, rast, rest, ro, vila, vistas, vistelse, återstoden, återstå
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά μένω, μένω σε κάποια γειτονιά στίχοι, μένω σε κάποια γειτονιά, μένω κι επιμένω - γιάννης πλούταρχος, μένω ενεός, μένω εκτός στίχοι, μένω στα σουηδικά, behållning στα ελληνικά
μένω στα σουηδικά