lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φυλακισμένος στα ρωσικά

Λέξη:
φυλακισμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (4):
пленная, пленник, пленный, заключенный
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά φυλακισμένος, φυλακισμένοσ κόσμοσ, φυλακισμένος της διπλανής πόρτας θεσσαλονικη, φυλακισμένος της διπλανής πόρτας, φυλακισμένος άφησε εγκύους τέσσερις δεσμοφύλακες, ονειροκρίτης φυλακισμένος, φυλακισμένος στα ρωσικά, пленная στα ελληνικά
φυλακισμένος στα ρωσικά