lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φυλακισμένος στα λευκορωσίας

Λέξη:
φυλακισμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας φυλακισμένος, φυλακισμένοσ κόσμοσ, φυλακισμένος της διπλανής πόρτας θεσσαλονικη, φυλακισμένος της διπλανής πόρτας, φυλακισμένος άφησε εγκύους τέσσερις δεσμοφύλακες, ονειροκρίτης φυλακισμένος, φυλακισμένος στα λευκορωσίας, палонны στα ελληνικά
φυλακισμένος στα λευκορωσίας