lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φυλακισμένος στα ουγγρική

Λέξη:
φυλακισμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (3):
fogoly, rab, fegyenc
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική φυλακισμένος, φυλακισμένοσ κόσμοσ, φυλακισμένος της διπλανής πόρτας θεσσαλονικη, φυλακισμένος της διπλανής πόρτας, φυλακισμένος άφησε εγκύους τέσσερις δεσμοφύλακες, ονειροκρίτης φυλακισμένος, φυλακισμένος στα ουγγρική, fogoly στα ελληνικά
φυλακισμένος στα ουγγρική