πρόσφατος στα αγγλικά πρόσφατος στα τσεχική πρόσφατος στα γερμανικά πρόσφατος στα ισπανικά πρόσφατος στα γαλλικά πρόσφατος στα ιταλικά πρόσφατος στα ρωσικά πρόσφατος στα φινλανδικά πρόσφατος στα ουγγρική πρόσφατος στα πορτογαλικά πρόσφατος στα πολωνική πρόσφατος στα δανική πρόσφατος στα νορβηγικά πρόσφατος στα σουηδικά πρόσφατος στα λευκορωσίας πρόσφατος στα εσθονική πρόσφατος στα κροατικά πρόσφατος στα λιθουανική πρόσφατος στα ρουμανική πρόσφατος στα ουκρανικά
πράγμα στα ιταλικά εφαρμόζω στα εσθονική ξεπερνώ στα γερμανικά γνωμικό στα ιταλικά ανιχνευτής στα λευκορωσίας
εφαρμόζω βικιλεξικο ξεπερνώ συνώνυμα πράγμα από υ γνωμικό φιλίας ανιχνευτής κίνησης