lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πρόσφατος στα πορτογαλικά

Λέξη:
πρόσφατος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
recente, decente, fresco, novo, suevo
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά πρόσφατος, πρόσφατος συνώνυμο, πρόσφατος σεισμός στην ελλάδα, πρόσφατος σεισμός, πρόσφατος νόμος για τα ναρκωτικά, πρόσφατος στα πορτογαλικά, recente στα ελληνικά
πρόσφατος στα πορτογαλικά