lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεγαλώνω στα τσεχική

Λέξη:
μεγαλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (16):
dorůstat, narůst, narůstat, povznést, přibýt, přibývat, růst, stoupat, vegetovat, vyrůst, vyrůstat, vzrůstat, zvýšit, zvětšit, zvětšovat, živořit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική μεγαλώνω, μεγαλώνω τις προτάσεις, μεγαλώνω σωστά το παιδί μου μιράντα σιδερά, μεγαλώνω σωστά το παιδί μου, μεγαλώνω συνώνυμο, μεγαλώνω συνώνυμα, μεγαλώνω στα τσεχική, dorůstat στα ελληνικά
μεγαλώνω στα τσεχική