lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεγαλώνω στα φινλανδικά

Λέξη:
μεγαλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (4):
enetä, karttua, kasvaa, varttua
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά μεγαλώνω, μεγαλώνω τις προτάσεις, μεγαλώνω σωστά το παιδί μου μιράντα σιδερά, μεγαλώνω σωστά το παιδί μου, μεγαλώνω συνώνυμο, μεγαλώνω συνώνυμα, μεγαλώνω στα φινλανδικά, enetä στα ελληνικά
μεγαλώνω στα φινλανδικά