lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεγαλώνω στα ουγγρική

Λέξη:
μεγαλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (2):
nőni, növekedni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική μεγαλώνω, μεγαλώνω τις προτάσεις, μεγαλώνω σωστά το παιδί μου μιράντα σιδερά, μεγαλώνω σωστά το παιδί μου, μεγαλώνω συνώνυμο, μεγαλώνω συνώνυμα, μεγαλώνω στα ουγγρική, nőni στα ελληνικά
μεγαλώνω στα ουγγρική