lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ορκίζομαι στα τσεχική

Λέξη:
ορκίζομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (9):
klít, nadávat, přísahat, proklínat, proklít, zaklít, zatracovat, zatratit, zlořečit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ορκίζομαι, ορκίζομαι συνώνυμα, ορκίζομαι στο ιερό ευαγγέλιο να πω στο δικαστήριο, ορκίζομαι στα αγγλικά, ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την πατρίδα, ορκίζομαι να πω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, ορκίζομαι στα τσεχική, klít στα ελληνικά
ορκίζομαι στα τσεχική