lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ύφεση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abatement, depression, dumps, low, than, to
ύφεση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
deprese, než, nežli, skleslost, stlačení
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
depression, niederung, tief, tiefdruckgebiet, zyklone
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
en, end, hulning, lavtryk
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
depresión, que
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dépression, que
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
avvallamento, che, depressione, di
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
depresjon, enn, hulning
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
депрессия, уныние, чем
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beklämning, enn, lågtryck
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
depressioon, madalrõhkkond
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alakuloisuus, kuin, lamakausi, laskeuma, masennus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
da
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
depresszió
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
que
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
ca
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
kakor, kot
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
depresia
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
depresja, niż

Σχετικές λέξεις

ύφεση συνώνυμο, ύφεση 2013, ύφεση 2014, ύφεση στην ελλάδα, ύφεση μουσική, ύφεση λεξικό, ύφεση ορισμός, ύφεση 2012, ύφεση 2011, ύφεση στην οικονομία