lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γενικός στα αγγλικά

Λέξη:
γενικός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (29):
aggregate, all-in, altogether, broad, capital, cardinal, central, chief, common, exquisite, foremost, general, generic, global, grand, high, highest, leading, main, mainstream, major, overall, overwhelming, paramount, primal, primary, principal, salient, total
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά γενικός, γενικός επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης λέανδρος ρακιντζής, γενικός επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης, γενικός διευθυντής, γενικός δείκτης χα, γενικός γραμματέας πολιτικής προστασίας, γενικός στα αγγλικά, aggregate στα ελληνικά
γενικός στα αγγλικά