lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γενικός στα ουκρανικά

Λέξη:
γενικός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
взаємний, всезагальний, всесвітній, генерал, генеральний, глобальний, головний, загальна, загальне, загальний, корпоративний, недокладний, обопільний, основний, родовий, спільний, універсальний, чистий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά γενικός, γενικός επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης λέανδρος ρακιντζής, γενικός επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης, γενικός διευθυντής, γενικός δείκτης χα, γενικός γραμματέας πολιτικής προστασίας, γενικός στα ουκρανικά, взаємний στα ελληνικά
γενικός στα ουκρανικά