lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γενικός στα νορβηγικά

Λέξη:
γενικός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (14):
allmenn, alminnelig, felles, general, generaldirektør, generell, generisk, gjengs, gjennomgående, kapital, primær, prinsipiell, sentral, universal
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά γενικός, γενικός επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης λέανδρος ρακιντζής, γενικός επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης, γενικός διευθυντής, γενικός δείκτης χα, γενικός γραμματέας πολιτικής προστασίας, γενικός στα νορβηγικά, allmenn στα ελληνικά
γενικός στα νορβηγικά