lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γενικός στα σουηδικά

Λέξη:
γενικός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (9):
generaldirektör, general, primär, allmän, generell, generisk, genomgående, sammanlagd, universal
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά γενικός, γενικός επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης λέανδρος ρακιντζής, γενικός επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης, γενικός διευθυντής, γενικός δείκτης χα, γενικός γραμματέας πολιτικής προστασίας, γενικός στα σουηδικά, generaldirektör στα ελληνικά
γενικός στα σουηδικά