lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κωμικός στα ιταλικά

Λέξη:
κωμικός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (19):
assurdo, bizzarro, buffo, comico, curioso, dilettevole, divertente, estero, estraneo, forestiero, giocondo, irrisorio, peregrino, ridicolo, singolare, spassoso, strambo, straniero, strano
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά κωμικός, κωμικόσ μονόλογοσ, κωμικόσ διάλογοσ, κωμικός συνώνυμα, γερμανός κωμικός, γάλλος κωμικός, κωμικός στα ιταλικά, assurdo στα ελληνικά
κωμικός στα ιταλικά