lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ξοδεύω στα αγγλικά

Λέξη:
ξοδεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (19):
appear, consume, dispense, edit, emit, expend, give, issue, jangle, judge, negotiate, produce, publish, seem, seemed, spend, spent, utter, yield
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά ξοδεύω, ξοδεύω συνώνυμο, ξοδεύω συνώνυμα, ξοδεύω στα αγγλικά, appear στα ελληνικά
ξοδεύω στα αγγλικά