lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ξοδεύω στα νορβηγικά

Λέξη:
ξοδεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (12):
forekomme, forelegge, forråde, gi, publisere, redigere, synes, te, utgi, utstede, verka, virke
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά ξοδεύω, ξοδεύω συνώνυμο, ξοδεύω συνώνυμα, ξοδεύω στα νορβηγικά, forekomme στα ελληνικά
ξοδεύω στα νορβηγικά